Σύγχρονος τρόπος ζωής, εργασιακό περιβάλλον, διαπροσωπικές σχέσεις. Παράγοντες που ο καθένας από την πλευρά του επηρεάζει τη σεξουαλική επιθυμία.
Ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναφέρουν ότι χάνουν μέρος της σεξουαλικής τους διάθεσης. Η εκπομπή «Όλα για τη ζωή μας» σήμερα Κυριακή, εξετάζει τους παράγοντες που οδηγούν σε αυτήν την κατάσταση καθώς και πως μπορούν να αντιμετωπιστούν.
«Όχι απλώς χάθηκε, εξαφανίστηκε»
«Εννοείται ότι χάθηκε (σ.σ. η σεξουαλική επιθυμία ). Όχι απλώς χάθηκε, εξαφανίστηκε. Η ερωτική επιθυμία για μένα ταυτίζεται με το ‘έχω διάθεση να ζήσω’», λέει η καλεσμένη του Μιχάλη Κεφαλογιάννη, δημοσιογράφος Νανά Παλαιτσάκη.
«Όταν χάνεται αυτό, αρχίζει ο άνθρωπος και μπαίνει σε μια διαδικασία ανέχειας. Έχω βιωματικά ζήσει, ως κορίτσι, ως εγκυμονούσα, ως μητέρα, ως εργαζόμενη, ως χωρισμένη.
»Όταν η γυναίκα γεννάει νιώθει περισσότερο μητέρα παρά ερωμένη και αρχίζει και ο άντρας να τη βλέπει περισσότερο ως μητέρα. Ένας άλλος ύπουλος παράγοντας είναι η θρησκοληψία. Έχει ταυτίσει η θρησκοληψία το σεξ με το ‘βρόμικο’, με το αμάρτημα. Μεγάλο πρόβλημα είναι και η οικονομική ανέχεια».
Από τη μεριά της, η Φωτεινή Φερενίδου, ψυχίατρος – ψυχοθεραπεύτρια, τόνισε:
«Η σεξουαλική επιθυμία είναι δύο ειδών. Είναι η αυθόρμητη επιθυμία που τη λέμε και λίμπιντο και εξυπηρετεί σε όλα τα ζώα το ένστικτο της αναπαραγωγής, και είναι και η επιθυμία ανταπόκρισης η οποία μπορεί να έρθει αφού ξεκινήσουμε τη σεξουαλική διαδικασία».
Η σημασία της τεστοστερόνης
Σύμφωνα με την ψυχοθεραπεύτρια, «η τεστοστερόνη είναι η ορμόνη της σεξουαλικής επιθυμίας και για τους άντρες και για τις γυναίκες, η οποία στον εγκέφαλο μετατρέπεται σε οιστραδιόλη. Τα επίπεδα της τεστοστερόνης οφείλουν να είναι μέσα σε ένα φυσιολογικό εύρος, διαφορετικό για τους άνδρες και τις γυναίκες, έτσι ώστε να υπάρχει σεξουαλική επιθυμία. Με τα χρόνια, στους άνδρες υπάρχει μια σταδιακή πτώση των επιπέδων της τεστοστερόνης, ενώ στις γυναίκες γίνεται λίγο πιο αιφνίδια κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης. Αυτό δε σημαίνει ότι θα γίνει κλινικά σημειωτέο».
Τα συμπτώματα που μπορεί να εμφανίσει ένας άνδρας, τα οποία θα πρέπει να χτυπήσουν «καμπανάκι» είναι η μειωμένη ενέργεια που μπορεί να νιώθει.
«Θα δει μειωμένη ενέργεια, μειωμένη ευεξία, λίμπιντο και στυτική δυσλειτουργία. Άμα ο άνδρας παρουσιάζει κλινική συμπτωματολογία που τον ενοχλεί και είναι και τα επίπεδα της ορμόνης χαμηλά, τότε μπορεί να χορηγηθεί εξωγενώς τεστοστερόνη».
«Οργανικά, αναζήτησα κάποιες απαντήσεις όταν περνούσα σε διαφορετικές φάσεις, δηλαδή μετά την εγκυμοσύνη. Το δεύτερο στάδιο ήταν στην κλιμακτήριο, στην εμμηνόπαυση που νομίζεις ότι δεν είσαι γυναίκα, ότι τελείωσε η ζωή σου. Μεγάλο ψέμα», σημείωσε η Νανά Παλαιτσάκη από τη μεριά της.
Το στρες & η στεναχώρια
«Μπήκαμε στη διαδικασία ότι αν αγγίξουμε ο ένας τον άλλον μπορεί να μολυνθούμε και να πεθάνουμε. Ζήσαμε το θρίλερ, εμείς ως πρωταγωνιστές, ερήμην μας», ανέφερε η γνωστή δημοσιογράφος για την περίοδο του κορωνοϊού και το πόσο αυτή η κατάσταση επηρέασε τη σεξουαλική επιθυμία.
«Τόσο το οξύ στρες όσο και το χρόνιο στρες επηρεάζουν την ψυχική μας υγεία και η ψυχική με τη σεξουαλική υγεία είναι αλληλένδετες. Επίσης, οργανικά, επηρεάζουν οι διαταραχές του θυροειδούς, οι χρόνιες νόσοι και οι θεραπείες τους, όπως καρκίνος, κατάθλιψη και νοσήματα που μπορούν να επηρεάσουν το νευρικό και αγγειακό σύστημα», σημειώνει η κ. Φερενίδου.
Το πάθος της ερωτικής σχέσης επηρεάζεται και από τον χρόνο στον οποίο δύο σύντροφοι είναι μαζί. Μια μακροχρόνια σχέση μπορεί να φθείρει την ερωτική έλξη. Μελέτες δείχνουν ότι τα 2 χρόνια σχέσης μεταξύ δύο συντρόφων είναι το peak της ερωτικής τους επιθυμίας.
Έπειτα από αυτόν τον καιρό, «θα υπάρξει σεξουαλική δραστηριότητα για άλλους λόγους, όπως η εκτόνωση και η συναισθηματική εγγύτητα. Εξαρτάται και από το πόσο σημαντικό είναι για τα ζευγάρια το σεξ».
«Θεωρώ ότι δεν μπορείς να είσαι από τα 20 μέχρι τα 80 με τον ίδιο άνθρωπο κάθε μέρα. Κάποια στιγμή δε σου κάνει τίποτα, καθόλου. Εκτός από εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα», λέει η Νανά Παλαιτσάκη.