Επέλεξε να φύγει εν μέσω μουντιάλ. Για τελευταία φορά μας χάρισε τη φωνή του στο μουντιάλ της Γαλλίας το 1998. Πάντα με την αρτιότητα της τέχνης του. Γιατί οι περιγραφές του ήταν τέχνη.
Ένωσε μια ολόκληρη χώρα, γαλούχησε γενιές και γενιές φιλάθλων. Αυτός, ο ένας, ο πιο σπουδαίος, ο μεγαλύτερος, ένας θρύλος που δεν είχε ταίρι δίπλα του. Πλάι του χωρούσαν μόνο τ’ αηδόνια και γι’ αυτό λάτρεψε την Μαρία Κάλλας, τον Λουτσιάνο Παβαρότι, τον Πλάθιτο Ντομίνγκο, τον Φρανκ Σινάτρα, τον Αζναβούρ.
Ο βασιλιάς. Όπως ο Πελέ, ο Καρλ Λιούις, ο Μάικλ Τζόρνταν, ο Κάσιους Κλέι. Ο ανεπανάληπτος τροβαδούρος των σπορ.
Το παιδί του, η «Αθλητική Κυριακή», με την οποία καθήλωνε όλους τους Έλληνες για να δουν τις φάσεις, ν’ ακούσουν την προσέγγισή του, να μαγευτούν από το ιδιαίτερο, μοναδικό, ανεπανάληπτο στιλ του.
Ο «Θείος Γιάννης» με τις ουράνιες γνώσεις για τον αθλητισμό, εκείνο το υπέροχο ψεύδισμα στη φωνή, ο δάσκαλός όλων.
Ο θρύλος, ο μύθος, ο γλυκός Ζανό, καλλικέλαδος και γαλλοτραφής, άρχοντας, αριστοκράτης, μπονβιβέρ, Πελέ και Μαραντόνα μαζί. Βαθιά καλλιεργημένος άνθρωπος που απολάμβανε την καλή μουσική και το γαλλικό κρασί, εραστής της τέχνης, αιώνια ερωτευμένος με την Κάλλας.
Λάτρευε τον κλασικό αθλητισμό. Ουδείς ουδέποτε μετέδωσε στίβο όπως εκείνος.
Επέλεξε όμως να φύγει εν μέσω μουντιάλ. Για τελευταία φορά μας χάρισε τη φωνή του στο μουντιάλ της Γαλλίας το 1998. Πάντα με την αρτιότητα της τέχνης του. Γιατί οι περιγραφές του ήταν τέχνη.
Κύκνειο άσμα οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, στη μεγάλη γιορτή της ανθρωπότητας στην Αθήνα.
Και τώρα; Ο δικός μας, ο δικός σας, ο ανυπέρβλητος Γιάννης Διακογιάννης πέταξε στην αιωνιότητα και την αθανασία. Εκεί θα βρει τη λατρεμένη του Βαρβάρα και την αγαπημένη του κόρη Ρίκα.
Μαζί με τον θείο Γιάννη, έφυγε μια άλλη κουλτούρα, μια άλλη δημοσιογραφία, μια άλλη γενιά. Ο κορυφαίος των κορυφαίων, η ζωή μας όλη. Και τώρα; Θα βρει λίγο χρόνο να απαλύνει τις ψυχές μας περιγράφοντας την πανσέληνο.
Θρύλος, βασιλιάς, ζωγράφος, ποιητής.