Δώρον άδωρον είναι για την Ελλάδα η πρόταση που έκανε σήμερα ο πρόεδρος του Eurogroup για το ελληνικό χρέος. Ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει, είναι να συνδυαστεί με γενναία επιμήκυνση ακόμη και 70 ετών στα δάνεια και μεγάλη περίοδο χάριτος τουλάχιστον 30 ετών.
Δώρον άδωρον είναι για την Ελλάδα η πρόταση που έκανε σήμερα ο πρόεδρος του Eurogroup για το ελληνικό χρέος.
Σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Reuters, ο Γερούν Ντάισελμπλουμ πρότεινε η Αθήνα να καταβάλει το πολύ το 15% του ελληνικού ΑΕΠ ή 30 δισ. ευρώ το χρόνο, κάτι που μοιάζει περισσότερο με "φούσκα", αφού όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε, για τα επόμενα 15 χρόνια η χώρα μας δεν έχει πρόβλημα πληρωμών!
Ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει η πρόταση Ντάισελμπλουμ είναι να συνδυαστεί με γενναία επιμήκυνση ακόμη και 70 ετών στα δάνεια και μεγάλη περίοδο χάριτος τουλάχιστον 30 ετών, ενώ η κυβέρνηση επιδιώκει να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία των χαμηλών επιτοκίων και να μετατρέψει το πολύ χαμηλό επιτόκιο που πληρώνει σήμερα από κυμαινόμενο σε σταθερό, προκειμένου να αποφύγει σοκ από έναν κύκλο ανόδου των επιτοκίων.
"Θα ασχοληθούμε τον Νοέμβριο με το χρέος. Η προσέγγιση γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη. Θα εξετάσουμε πώς μπορεί η Ελλάδα να εξυπηρετήσει το χρέος της σε ετήσια βάση. Όπως ξέρετε, έχουμε κάνει πολλά για να μειώσουμε τους τόκους που πρέπει να αποπληρώσει η Ελλάδα. Προσφέραμε επιμήκυνση 32,5 ετών, οπότε δεν τίθεται θέμα με την εξυπηρέτηση του χρέους. Θα μιλήσουμε όμως με το ΔΝΤ και είμαι σίγουρος ότι θα καταλήξουμε σε συμφωνία" δήλωσε μεταξύ των άλλων ο Ντάισελμπλουμ.
Το ελληνικό χρέος το 2016 θα φθάσει στο 200% του ΑΕΠ, δηλαδή στα 390 δισ. ευρώ, ενώ έως το 2030 θα πρέπει να πληρώσουμε 291 δισ. ευρώ σε τοκοχρεολύσια.
Μέχρι το 2021, οπότε και λήγει η περίοδος χάριτος στα δάνειά μας, οι ετήσιες πληρωμές σε τοκοχρεολύσια όχι μόνο δεν ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ, δηλαδή τα 30 δισ. ευρώ, αλλά φθάνουν μάξιμουμ στα 18 δισ. το 2021, που είναι και η χρονιά που λήγει η περίοδος χάριτος.
Από εκεί και πέρα, η μόνη χρονιά, που οι δαπάνες για το χρέος υπερβαίνουν το 15% είναι το 2022, που φθάνουν στα 33,36 δισ. ευρώ.
Δύσκολες χρονιές είναι και οι επόμενες δύο, το 2023 οπότε πρέπει να πληρώσουμε 28,74 δισ. ευρώ σε τοκοχρεολύσια και το 2024 οπότε οι πληρωμές φθάνουν στα 24,5 δισ. ευρώ.
Από το 2025 και έως το 2030, το κόστος εξυπηρέτησης δανεισμού πέφτει και πάλι κάτω από το 10% του ΑΕΠ ή τα 18 δισ. ευρώ και φθάνει σταδιακά στα 14 δισ.
"Θα ασχοληθούμε με αυτό μετά τον Οκτώβριο-Νοέμβριο όταν θα έχουμε την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος, θα έχουν εφαρμοστεί τα προαπαιτούμενα, θα έχουν ψηφιστεί νέα προαπαιτούμενα. Αν το πρόγραμμα είναι σε τροχιά, μπορούμε να πάμε σε αναδιαμόρφωση. Θα ήθελα να πω ότι πιστεύω πως το ΔΝΤ θα είναι εκεί. Ελπίζω να είναι εκεί και να συμβαδίζει μαζί μας" δήλωσε ο επίτροπος Πιερ Μοσχοβισί.
Στο Βερολίνο, κυβερνητικός αξιωματούχος έλεγε αναφορικά με τις δηλώσεις Ντάισελμπλουμ πως δεν υπάρχει ακόμη απόφαση για κάτι τέτοιο. Σημείωνε πως αυτές τις ημέρες στη Λίμα του Περού γίνονται συζητήσεις μεταξύ του κ. Σόιμπλε και της κ. Λαγκάρντ, προσθέτοντας ωστόσο πως αυτό που προέχει στην Ελλάδα είναι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και πως "υπάρχει ένας οδικός χάρτης που λέει ότι όταν ολοκληρωθεί με επιτυχία η αξιολόγηση θα συζητήσουμε και το χρέος".
Από την πλευρά του ΔΝΤ, ο Πολ Τόμσεν κατέστησε σαφή τη διαφωνία του Ταμείου με την πρόταση Ντάισελμπλουμ, ξεκαθαρίζοντας γαι μία ακόμη φορά πως το Ταμείο είναι έτοιμο να συνεχίσει να στηρίζει την Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση πως θα υπάρξει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και ένα αξιόπιστο πρόγραμμα ελάφρυνσης του χρέους.
"Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν η Ευρώπη αποφασίσει να προχωρήσει σε ελάφρυνση του χρέους επιμηκύνοντας την περίοδο χάριτος και την περίοδο αποπληρωμής, θα πρέπει να επιμηκύνει σημαντικά την περίοδο χάριτος και αποπληρωμής σε σύγκριση με ό,τι ισχύει τώρα" ανέφερε από τη λίμα του Περού ο Πολ Τόμσεν.
Όπως μεταδίδει ο ανταποκριτής του Mega Μιχάλης Ιγνατίου, είναι ξεκάθαρο πως η κ. Λαγκάρντ δεν συμφωνεί με τους Ευρωπαίους και θα συνεχίσει την πίεση προς αυτούς, αλλά κυρίως προς την ελληνική πλευρά, από την οποία απαιτεί υλοποίηση σκληρών μεταρρυθμίσεων, με αιχμή το ασφαλιστικό και τον δημοσιονομικό τομέα, ενώ δεν κρύβει την απογοήτευσή της για τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό.