Ο Σπύρος, απόφοιτος της Οδοντιατρικής, διατηρεί, για βιοποριστικούς λόγους, το καφενείο του πατέρα του. Στην ίδια με το καφενείο αυλή ζει και η κυρά Καλλιόπη που, για να ζήσει, ξενοπλένει. Στο πλαϊνό σπίτι, μένει κάποια καφετζού, που έχει κάνει αρκετά λεφτά με την “τέχνη” της. Επειδή όμως η πελατεία της μένει σε αριστοκρατική συνοικία, φεύγει και πηγαίνει να εγκατασταθεί κι εκείνη εκεί.
Ο Σπύρος είναι ερωτευμένος με την Καίτη, αλλά δεν μπορεί να την ζητήσει σε γάμο από τους εύπορους γονείς της, λόγω του “ταπεινού” επαγγέλματος που ασκεί. Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα όταν, μια μέρα, κάποιες πελάτισσες που αναζητούν την καφετζού, απευθύνονται στον Σπύρο για να μάθουν την νέα της διεύθυνση. Τότε ο Σπύρος σκέφτεται ότι η κυρά Καλλιόπη πρέπει να αλλάξει επάγγελμα και να γίνει αυτή… καφετζού! Και η δουλειά στήνεται έξυπνα: ο Σπύρος μαθαίνει τα οικογενειακά μυστικά των πελατισσών και τα ξεφουρνίζει στην κυρά Καλλιόπη, η οποία στην συνέχεια τα διαβάζει δήθεν στο φλυτζάνι. Και το παραδάκι μαζεύεται μέχρι… την στιγμή που επισκέπτεται την …καφετζού η μητέρα της Καίτης για να μάθει τι απέγινε ένα πανάκριβο δακτυλίδι της, το οποίο στην πραγματικότητα, έχει δωρίσει ο άντρας της στην ερωμένη του…. Το μπλέξιμο που ακολουθεί, αποβαίνει σωτήριο για τους δυο ερωτευμένους…