Γεμάτη χορό, γέλια, έρωτες και δυνατές φιλίες ήταν η συναρπαστική ζωή της Μάρθας Καραγιάννη. Γι’ αυτό άλλωστε αδιαφορούσε τόσο επιδεικτικά για τον θάνατο που επήλθε στα 82 της χρόνια.
Αφοπλιστική, αυθόρμητη, σαγηνευτική, καθιερώθηκε κυρίως μέσα από κωμικούς ρόλους. Πληθωρική σε όλα της, ξεχώριζε για τα χορευτικά της νούμερα. Γοήτευε μόνο με το βλέμμα της και μ’ ένα λίκνισμά της οι άντρες παραληρούσαν.
«Ήμουν θηλυκό. Είχα και τα πιασίματα, και το στήθος μου και μέσα από το περπάτημά μου. Αυτό που εκπέμπεις».
Τραγουδούσε ελάχιστα αλλά όταν το τολμούσε, άφηνε εποχή όπως στην ταινία «Γοργόνες και Μάγκες» όταν κι ερμήνευσε το «Ο άντρας που θα παντρευτώ θα είναι από σόι».
«Ήταν πολύ καλή ηθοποιός και πολύ ευφάνταστη. Ευφάνταστη πολύ. Της έλεγα ένα και έκανε πέντε διαφορετικά πράγματα. Έπλαθε τον κάθε ρόλο και το στόρι του κάθε έργου πολύ έξυπνα», είπε ο ηθοποιός Κώστας Αρζόγλου.
Λαμπρή καριέρα
Με ποντιακό αίμα να κυλά στις φλέβες της, μεγάλωσε στο Κερατσίνι. Στα 17 της έκανε την πρώτη εμφάνιση στην ταινία «Η Άγνωστος» ενώ τη δεκαετία του ‘60 έχτισε τον δικό της κινηματογραφικό μύθο στο πλευρό του Γιάννη Δαλιανίδη που την απογείωσε.
Πρωταγωνίστρια σε δεκάδες μιούζικαλ κωμικών ρόλων, η Μάρθα Καραγιάννη έγραψε ιστορία στον κινηματογράφο, με τις ταινίες «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Κάτι να καίει», «Κορίτσια για φίλημα», «Μια κυρία στα μπουζούκια», «Γοργόνες και μάγκες» και πολλές άλλες.
Μέχρι το 1969 που ο Νίκος Φώσκολος θα της προτείνει ναα παίξει για πρώτη φορά σε δράμα. Η ταινία «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» ήταν το μοναδικό κινηματογραφικό δράμα σε όλη της την καριέρα.
«Έπεσε θανατικό στο χώρο και η Μάρθα ήταν και τόσο νέα και τόσο αγαπητή, τόσο όμορφη, τόσο σωστή, τόσο ανθρώπινη, δοτική τι να σας πω ήταν ένα πλάσμα. Ήταν άνθρωπος που λέγαμε και δυο κουβέντες ανθρώπινες και στεναχωρήθηκα πολύ πάρα πολύ. Έπεσε θανατικό στο χώρο μας», είπε ο ηθοποιός Γιάννης Βογιατζής.
Το απωθημένο του Βουτσά
Για πάντα στη συνείδηση του κόσμου, η Μάρθα Καραγιάννη και ο Κώστας Βούτσας ήταν, είναι και θα είναι το αγαπημένο ζευγάρι του ελληνικού κινηματογράφου που όλοι τους ήθελαν μαζί και στην πραγματική ζωή.
«Μου άρεσαν οι ποδοσφαιριστές» θα πει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τους έρωτες της ζωής της, με τον κρυφό της πόθο πάντως να παραδέχεται πως ήταν ο αξεπέραστος ζεν πρεμιέ, Αλέκος Αλεξανδράκης.
Παντρεύεται τον άσσο του Ολυμπιακού Μίμη Στεφανάκο τον Οκτώβριο του 1960. Αποκτούν ένα παιδί το οποίο θα ζήσει μόνο τρεις ημέρες. Λίγους μήνες αργότερα το ζευγάρι χωρίζει και η Μάρθα δεν θα ξαναπαντρευτεί.
«Δεν έχω απωθημένα. Και παιδί που ήθελα το ξέχασα. Το άφησα πίσω μου στα 40 μου».
Το 1973 θα γνωρίσει τον Βασίλη Κωνσταντίνου, τερματοφύλακα και ίνδαλμα της εποχής για τους οπαδούς του Παναθηναϊκού, με τον οποίο θα κάνει «σχέση ζωής» που κράτησε 12 ολόκληρα χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια συγκατοικούσε με την καρδιακή της φίλη Ντόρα Ντούμα, ενώ κοντά της μέχρι τέλους ήταν και ο ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας.
«Έφυγε την ώρα που μιλούσαμε. Εγώ ήμουνα πολύ φίλος της Μάρθας και της Ντόρας. Τα τελευταία χρόνια ήταν καταπονημένη γιατί είχε προβλήματα, έκανε δυο χειρουργεία, και ιατρικά ήμουνα πάρα πολύ κοντά της, και δυστυχώς έλαχε σε εμένα να υπογράψω και το χαρτί του θανάτου της», λέει ο ίδιος.
Η Μάρθα Καραγιάννη «έφυγε» χορτασμένη από τη ζωή. Η αξεπέραστη μελαχρινή «γοργόνα» του ελληνικού κινηματογράφου πέρασε στην αιωνιότητα.