Η μουσική και οι στίχοι του κρατούν στα δύσκολα έναν ολόκληρο λαό.
Η εμβληματική του παρουσία βοηθά τη χώρα να σηκωθεί λίγο ψηλότερα, σε εποχές που τόσο το είχε ανάγκη. Οι αγώνες του για δημοκρατία, ειρήνη και τις ανθρώπινες αξίες τον κάνουν γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο.
Με τον θάνατό του, κλείνει ένα μοναδικό ιστορικό κεφάλαιο, που έγραφε ο ίδιος για σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα.
O ιδιοφυής μουσικοσυνθέτης που έβαλε την υψηλή ποίηση στην καθημερινότητα και ταξίδεψε την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου, έφυγε από τη ζωή το πρωί, στα 96 του χρόνια, με τη χώρα να αποχαιρετά μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες που γέννησε.
«Να αγαπάμε τον μπαμπά. Να συνεχίσουμε να αγαπάμε τον μπαμπά. Στο τέλος της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα, υπέφερε, δεν ήθελε να ζήσει άλλο», λέει η κόρη του Μαργαρίτα Θεοδωράκη στο MEGA.
Πολιτικά ενεργός μέχρι τα βαθιά του γεράματα, μια πολύπλευρη προσωπικότητα που αγαπούσε με ένταση και να δημιουργούσε με πάθος από τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του.
Μια ζωή σαν παραμύθι, με μεγάλες νίκες αλλά και σκληρά βασανιστήρια. Με ταξίδια αλλά και εξορίες, με πιστούς συντρόφους αλλά και φανατικούς πολέμιους. Μια ζωή που πάνω απ’ όλα πλημμύριζε από μουσική.
Οι 3 περίοδοι του έργου του
Η ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη χωρίζεται σε τρεις περιόδους. Την πρώτη συνθέτει έργα συμφωνικά και μουσικής δωματίου.
Στη δεύτερη επιχειρεί σύζευξη της συμφωνικής ορχήστρας με λαϊκά όργανα και στην τρίτη επιστρέφει στις συμφωνικές μορφές και ασχολείται με την όπερα.
«Είναι σίγουρο ότι ορφάνεψε όλος ο κόσμος σήμερα και ιδιαίτερα η παρτίδα μας η Ελλάδα. Ας είναι η μέρα αυτή μνήμης και αφύπνισης για τον ελληνικό λαό, ώστε να γίνουμε αυτό που ήμασταν κάποτε. Έλληνες», λέει στο MEGA ο Νίκος Θεοδωράκης.
Η φήμη του ξεπερνά πολύ γρήγορα τα σύνορα της χώρας. Το συρτάκι του Ζορμπά, οι ερμηνείες των Beatles αλλά και της Εντίθ Πιάφ είναι ορισμένες μόνο από τις συνεργασίες που συζητήθηκαν διεθνώς.
Η ζωή του
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο τον Ιούλιο του 1925 από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα.
Τα παιδικά του χρόνια τον βρίσκουν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας εξαιτίας των μεταθέσεων που έπαιρνε ο δημόσιος υπάλληλος, πατέρας του. Από την Μυτιλήνη μέχρι τα Γιάννενα και από την Κεφαλονιά μέχρι τον Πύργο, την Πάτρα και την Τρίπολη. Το 1937 κάνει τα πρώτα του μαθήματα στο Ωδείο της Πάτρας και αρχίζει να δημιουργεί τα πρώτα του τραγούδια.
Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής αγωνίζεται κατά των Γερμανών κατακτητών, συλλαμβάνεται και βασανίζεται από Ιταλούς και εντάσσεται στον εφεδρικό ΕΛΑΣ Αθηνών.
Τα δύσκολα συνεχίζονται και μετά την απελευθέρωση. Με εξορίες, διώξεις και ένα διαρκές κυνηγητό από την αστυνομία. Ο Μίκης Θεοδωράκης όμως έχει διαλέξει τον δικό του δρόμο.
Το 1958, μετά από μια τριετία στο Παρίσι επιστρέφει στην Ελλάδα και συνθέτει τον Επιτάφιο σε στίχους Γιάννη Ρίτσου. Ακολουθεί το Άξιον Εστί, εμπνευσμένο από τον Οδυσσέα Ελύτη.
Το 1964 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής της ΕΔΑ, αλλά τρία χρόνια μετά αρχίζει για τον ίδιο ακόμα μία περιπέτεια. Η χούντα των συνταγματαρχών τον φυλακίζει και απαγορεύει την εκτέλεση, την πώληση και την ακρόαση των τραγουδιών του.
Και πάλι όμως ο Μίκης Θεοδωράκης είναι αποφασισμένος να μην κάνει πίσω.
«Την περίοδο της χούντας όπου υπάρχει η απαγόρευση, ένας αστυνομικός της Αθήνας σιγοτραγουδάει ένα απαγορευμένο τραγούδι του Θεοδωράκη. Ακούγοντάς τον, ένας περαστικός σταματάει και ρωτάει: ‘κύριε Αστυνόμε, εκπλήσσομαι που σιγοτραγουδάτε Θεοδωράκη’.
Στη συνέχεια ο αστυνομικός συλλαμβάνει τον άνθρωπο με την κατηγορία ότι ακούει τη μουσική του Θεοδωράκη. Αυτή ήταν η Ελλάδα των αντιθέσεων που πάλεψε και άνθισε ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης», αναφέρει σε άρθρο της η εφημερίδα New York Times.
Τη δεκαετία του ‘80 εκλέγεται βουλευτής με το ΚΚΕ και από το 1989 μέχρι το 1992 συνεργάστηκε με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Τα βραβεία και οι διακρίσεις συνεχίστηκαν και στις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, με τον ίδιο να επικεντρώνεται και στο συγγραφικό του έργο.
Η κηδεία και η ταφή του, θα γίνουν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στον Γαλατά Χανίων, με τη χώρα να θρηνεί την ψυχή της ρωμιοσύνης που βοήθησε την Ελλάδα να σηκωθεί λίγο ψηλότερα και μετά από ένα συναρπαστικό και δύσκολο ταξίδι ζωής πέρασε στην αιωνιότητα.