Το «Τούνελ», συνεχίζοντας την έρευνα γύρω από το θρίλερ του διπλού φονικού στη Φοινικούντα, επικοινώνησε με έναν άλλο ανιψιό του άτυχου ιδιοκτήτη του κάμπινγκ, που έγινε μάρτυρας στη νέα διαθήκη του. Έναν άνθρωπο που είδε και άκουσε πράγματα που σήμερα αποκτούν βαρύνουσα σημασία.
«Ήταν σαν να μιλούσε κάποιος άλλος»
Τρεις ημέρες πριν από τη δολοφονία, ο θείος του τον κάλεσε στη ρεσεψιόν για να του μιλήσει. Όμως δεν ήταν ο άνθρωπος που ήξερε.
«Δεν ήταν ο μπάρμπας μου αυτός. Ήταν σαν να μιλούσε κάποιος άλλος. Ήταν φοβισμένος», λέει χαρακτηριστικά.
Ο Κώστας, όπως εξηγεί, του μιλούσε για φυγή. Για μία ζωή μακριά από όλους και από όλα. Έλεγε πως όλοι τον πλησίαζαν για τα χρήματα, πως ένιωθε μόνος, περικυκλωμένος. Πως ήθελε να πουλήσει το κάμπινγκ.
«Ήθελε να φύγει στο εξωτερικό, να ζήσει σαν άνθρωπος. Δεν θα μιλούσε ποτέ έτσι ο Κώστας. Σαν να μου κλαιγόταν».
Του εκμυστηρεύτηκε μάλιστα πως επειδή έβλεπε ότι τον αγαπούσε και τον εμπιστευόταν, σκεφτόταν να του αφήσει το μίνι μάρκετ χωρίς ενοίκιο. Λόγια παράξενα, λόγια αποχαιρετισμού, σαν να περίμενε κάτι. Όταν τον ρώτησε τι του συμβαίνει, δεν πήρε απάντηση.
Μιλάει για μία από τις δύο απόπειρες στον θείο του που τον είχε χτυπήσει κάποιος άγνωστος. Ένα περιστατικό που τον είχε ταράξει.
«Μου ζήτησε την καραμπίνα του πατέρα μου, το όπλο που αργότερα εντόπισε η Αστυνομία», λέει χαρακτηριστικά.
Για τη διαθήκη
Για τη διαθήκη, που άλλαξε λίγες ημέρες πριν το τέλος, ο ίδιος δηλώνει πως δεν γνωρίζει τον πραγματικό λόγο. Ήξερε μόνο ότι υπήρχαν εντάσεις με την ανιψιά και τον εγγονό του.
«Ήξερα ότι είχαν τσακωθεί και λέω για αυτό θα έκανε κάποιες αλλαγές. Ο Διονύσης (ανιψιός) δεν ήξερε τίποτα. Φαινόταν όμως πως ο θείος ήθελε να φύγει. Να πάει Μαρόκο, Ισπανία, Πορτογαλία… να πάρει ένα σπίτι και να έρχεται πίσω έναν μήνα τον χρόνο».
Περιγράφει και τη μοιραία ημέρα, εκείνη που, όπως λέει, θα μπορούσε να είχε χαθεί κι αυτός αν δεν τον είχε σώσει, άθελά της, η γυναίκα του. Είχε πάει για ελιές. Λίγο μετά τις 19:00, η σύζυγός του τον πήρε τηλέφωνο να φάνε. Αλλιώς, θα περνούσε από το κάμπινγκ.
«Στις 21:30 το τηλέφωνό μου χτύπησε και ήταν ο συμβολαιογράφος. Με ρώτησε τι έγινε πάλι και ακούγονταν πυροβολισμοί στο κάμπινγκ. Προσπάθησα να επικοινωνήσω με τον θείο μου. Μετά με τον Ντάνι. Μετά με τον δήμαρχο. Κανείς δεν απάντησε. Είπα στη γυναίκα μου ντύνομαι και φεύγω. Κάτι έχει γίνει».
Όταν έφτασε στο κάμπινγκ, οι νεκροί βρίσκονταν στη ρεσεψιόν. Το σοκ ήταν ισχυρό.
Την επόμενη ημέρα, εκείνος, η Ερμιόνη, ο Ντάνι και η σύντροφός του καθάριζαν τον χώρο αφού είχε αποχωρήσει το εγκληματολογικό. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη.
«Ο Ντάνι δεν άντεχε και είχε αναγούλες. Κατάλαβες τι επικρατούσε εκεί μέσα. Τις επόμενες ημέρες μου έλεγε ξανά και ξανά πως είναι αθώος. Αν μάθαινε ότι υπάρχει έστω και η παραμικρή πληροφορία πως είχε εμπλοκή, θα μου ζητούσε να του περάσω εγώ ο ίδιος τις χειροπέδες για να τον οδηγήσω στη φυλακή», καταλήγει.