Συνοδεία πάνοπλων αστυνομικών και φορώντας αλεξίσφαιρο γιλέκο, ο Αλέξανδρος Αγγελόπουλος, γνωστός στις Αρχές ως ο Έλληνας «Εσκομπάρ», οδηγείται στα δικαστήρια Πειραιά.
Στα 60 του χρόνια κατηγορείται για δεύτερη φορά σε 20 χρόνια ότι έστησε τη «μεγάλη δουλειά», με τη μεταφορά περισσότερων από πέντε τόνων κοκαΐνης αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, από τη Λατινική Αμερική στην Ελλάδα.
Σε βάρος του ασκήθηκε δίωξη για σύσταση και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, διακίνηση ναρκωτικών και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Την ίδια ώρα, συνεχίζεται το θρίλερ στον Ατλαντικό. Η 27 μέτρων ανεμότρατα ιδιοκτησίας του, ρυμουλκήθηκε συνοδεία γαλλικής φρεγάτας στη Μαρτινίκα και ξεκίνησε η καταμέτρηση της ποσότητας των ναρκωτικών.
Ο 80χρονος καπετάνιος, δεξί χέρι του βαρόνου της κοκαΐνης, και τα άλλα τέσσερα μέλη του πληρώματος, συνελήφθησαν.
Η ζωή του «Αλέκου»
Γιος αστυνομικού ο «Αλέκος» από την Πιερία, από πορτιέρης σε νυχτερινό κέντρο της Συγγρού και λαντζέρης σε πλοία που έκαναν λαθρεμπόριο τσιγάρων από την Αλβανία στην Ιταλία, κατέληξε να κάνει deal εκατομμυρίων.
Μπλέκει στα κυκλώματα που μεταφέρουν όπλα στους «σαντινίστας» στη Νικαράγουα και καταφέρνει να γνωρίσει τους ανθρώπους που κάνουν κουμάντο στα κολομβιανά καρτέλ κοκαΐνης.
Το χρήμα ρέει άφθονο, ο «Αλέκος» ζει στη χλιδή. Νιώθει παντοδύναμος και βρίσκει κόλπο να ξεπλένει το βρόμικο χρήμα μέσω τυχερών παιχνιδιών. Στην πατρίδα του, τους Νέους Πόρους Πιερίας, μοιράζει χρήμα, αγοράζει την τοπική ομάδα και ετοιμάζεται να τον ανεβάσει στην πρώτη εθνική.
Το καλοκαίρι του 2004 τον συλλαμβάνουν για πρώτη φορά. Το 2024 βγαίνει οριστικά από τη φυλακή, όμως έναν χρόνο αργότερα επιστρέφει στην εγκληματική δράση.