Η δολοφονία της 75χρονης Στέλλας Στάθη στις 31 Οκτωβρίου στη Σαλαμίνα συνεχίζει να προκαλεί σοκ και οργή.
Δεν είναι μόνο η αγριότητα της επίθεσης και ο μαρτυρικός θάνατος, αλλά το γεγονός ότι η δράστης φέρεται να είναι η 46χρονη νύφη της.
Η ηλικιωμένη βρέθηκε κατακρεουργημένη μέσα στο δωμάτιό της, με πολλαπλές μαχαιριές σε θώρακα και λαιμό, σοβαρά τραύματα στο κρανίο από μπουκάλι και βαθιές τομές στα χέρια της, σημάδια ότι πάλεψε μέχρι την τελευταία της πνοή για να σωθεί. Αδιάψευστος μάρτυρας της πρωτοφανούς σε σκληρότητα δολοφονίας ο ήχος από την κάμερα ασφαλείας που δεν υπολόγισε η καθομολογία δολοφόνος
Μια μάχη απελπισίας απέναντι σε μια ανελέητη επίθεση, που δεν της άφησε καμία πιθανότητα σωτηρίας. Και όλα αυτά για τα χρήματα και τα κοσμήματα που η άπληστη νύφη της ήθελε να της αρπάξει
Η κατηγορούμενη, συνοδεία πάνοπλων αστυνομικών, οδηγήθηκε στον ανακριτή για να δώσει εξηγήσεις. Μια απολογία που κράτησε πάνω από τέσσερις ώρες και κατέληξε στην προφυλάκισή της.
Αντιφάσεις, κενά μνήμης και απόπειρα αποποίησης ευθυνών. Μετά την ομολογία της, επιχειρεί να θολώσει τα νερά Η νύφη αρνείται, ανασκευάζει, επικαλείται επιλεκτική μνήμη και αφήνει υπόνοιές για άλλους.
Από την ομολογία, στη λήθη.
Τι είπε η νύφη στον ανακριτή
Ανακριτής: Στην ομολογία σου στις Αρχές έχεις περιγράψει με λεπτομέρειες τι έχει γίνει, τώρα γιατί λες ότι δεν θυμάσαι;
Κατηγορούμενη: Θυμάμαι μέχρι το σημείο που πήγα με το αυτοκίνητό μου και πάρκαρα δίπλα από το σπίτι της πεθεράς μου. Ήμουν μέσα στο αυτοκίνητο και το σκεφτόμουν να το κάνω. Ληστεία ήθελα να κάνω. Το τι έγινε μετά δεν το θυμάμαι. Οι αστυνομικοί ήταν σίγουροι ότι το έχω κάνει εγώ, οπότε ό,τι μου έλεγαν το επαναλάμβανα.
Ανακριτής: Μήπως καλύπτεις κάποιον;
Κατηγορούμενη: Δεν καλύπτω κανέναν, αφήστε τα παιδιά απ’ έξω. Τα αγαπάω, σαν μάνα τους. Μόνη μου πρέπει να το έκανα.
Οι συνήγοροί της μιλούν για «σύγχυση» και ζητούν ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη.. Ζητούν να ταυτοποιηθούν οι φωνές που ακούγονται στο βιντεοληπτικό υλικό και να ερευνηθεί ποιος είχε πρόσβαση στο σύστημα ασφαλείας.
Για κοντά τέσσερις εβδομάδες στον ρόλο της σοκαρισμένης συγγενούς, γυρνούσε στο τόπο του εγκλήματος και παρίστανε τη συντετριμμένη δίπλα στον επί οκτώ χρόνια σύζυγό της και γιο της θανούσης.
Ακούστε πως περιγράφει ο ίδιος την ημέρα του φονικού:
«Την ημέρα που σκότωσαν την μητέρα μου είχα φύγει για δουλειά από την οποία επέστρεψα στις 7:00 το πρωί. Στο σπίτι είχαν μείνει η σύζυγός μου και τα δύο παιδιά μου. Μίλησα τελευταία φορά μαζί της με μηνύματα στο κινητό».
«Κάποιες φορές η σύζυγός μου έβγαινε τα βράδια βόλτα με το αυτοκίνητο γιατί δεν ήταν καλά το τελευταίο διάστημα. Είχε κάποια ψυχολογικά προβλήματα. Αντιμετώπιζε και προβλήματα με τον τζόγο γι’ αυτό δεν της εμπιστευόμασταν χρήματα. Είχε γίνει κι ένα περιστατικό που είχε πάρει την κάρτα των γονιών της και είχε χαλάσει γύρω στις 10.000 ευρώ».
Η καθ’ ομολογία δολοφόνος ήταν αυτή που δήθεν έψαχνε την πεθερά της και από τους πρώτους που έφτασαν στον τόπο του μαρτυρίου. Η συμπεριφορά της τότε ξένισε κανείς δεν μπορούσε όμως να φανταστεί.
«Όταν φτάσαμε στο σπίτι της γιαγιάς εγώ και ο αδερφός μου μπήκαμε γρήγορα μέσα. Είδα τη θεία μου να βρίσκεται σε πανικό. Περπατούσε πάνω κάτω και φώναζε. Η Ρ… που βρισκόταν εκεί ήταν το άκρως αντίθετο. Είχε παγώσει. Μπήκαμε μαζί με τον αδερφό μου στο δωμάτιο της γιαγιάς, το οποίο ήταν χάλια. Είδα την γιαγιά μου πεσμένη δίπλα από το κρεβάτι μέσα στα αίματα και όλα της τα πράγματα ήταν πεταμένα στο πάτωμα», είπε ο εγγονός της ηλικιωμένης.
Πλέον στο οικογενειακό περιβάλλον θυμούνται περιστατικά που δείχνουν πως πεθερά και νύφη δεν είχαν την καλύτερη σχέση.
Σύμφωνα με την εγγονή του θύματος, ο θείος της ήθελε να χωρίσει τη σύζυγό του. Η καθομολογία δολοφόνος πίστευε ότι η πεθερά έβαζε λόγια. Περιγράφει ένα επεισόδιο στη θάλασσα, φωνές, βρισιές.
«Ο θείος μου ο Νίκος, είχε εμπιστευθεί στη γιαγιά μου, ότι θέλει να χωρίσει. Γιαυτό και από το καλοκαίρι και μετά η σχέση της γιαγιάς μου με την Ρ… δεν ήταν καλή. Κάποια στιγμή τον Ιούλιο, ενώ ήμασταν στη θάλασσα η Ρ…άρχισε να βρίζει την γιαγιά μου και να φωνάζει».
Λίγο αργότερα, το σπίτι της ηλικιωμένης διαρρήχθηκε – και η 75χρονη υποψιάστηκε τη νύφη της.
«Στις 22 Σεπτεμβρίου η γιαγιά μου είχε γενέθλια. Πήγα να την δω και μου εκμυστηρεύθηκε ότι κάποιος είχε μπει σπίτι της τον Αύγουστο και της είχε κλέψει κοσμήματα και λίρες. Μου είπε ότι είχε καλέσει την Αστυνομία. Της είχαν πει ότι δεν υπήρξε διάρρηξη αλλά κάποιος που έχει πρόσβαση στο σπίτι της είχε αφαιρέσει τα λεφτά και τα κοσμήματα. Μου είπε ότι ξέρει ποιος τα πήρε και ότι αποκλείεται να είναι η οικιακή βοηθός, γιατί την έχει χρόνια δίπλα της».
»Όταν την ρώτησα ποιος μου απάντησε ότι υποψιάζεται τη Ρ… Γνώριζε ότι η νύφη της το είχε ξανακάνει όταν είχε πάρει 10.000 ευρώ από τους γονείς της. Εκείνοι της το είχαν πει. Η γιαγιά μου ζήτησε να μην πω σε κανέναν τίποτα. Δεν ήθελα να δημιουργήσω κάποιο πρόβλημα, οπότε δεν μίλησα. Δεν πίστεψα ότι μπορεί κάποιος να της κάνει κακό. Μετά το θάνατο της, είπα στη μητέρα μου τα όσα μου είχε εκμυστηρευτεί η γιαγιά μου».
Σήμερα, η κατηγορούμενη βρίσκεται στη φυλακή, και οι αστυνομικοί συνεχίζουν τις έρευνες προκειμένου να φωτίσουν κάθε πτυχή της υπόθεσης. Ένα έγκλημα που έχει τσακίσει την οικογένεια, με τα τελευταία μαρτυρικά δευτερόλεπτα της Στέλλας Στάθη να στοιχειώνουν όσους έμειναν πίσω.