Οι μαρτυρίες των γειτόνων μεταφέρουν μια εικόνα καταστροφής από τη φωτιά αλλά και ένα κλίμα εντάσεων και έντονων διαπληκτισμών ανάμεσα στην ηλικιωμένη και τον γιο της.
Οι φωνές από το σπίτι της άτυχης γυναίκας ακούγονταν μέχρι την απέναντι πολυκατοικία. Μια κυρία που τότε εργαζόταν εκεί, λέει ότι πολλές φορές σκέφτηκε να καλέσει την αστυνομία.
«Η μπαλκονόπορτα στο γραφείο μου ήταν πάντα ανοιχτή και έβλεπε στο μπαλκόνι της. Όποτε ερχόταν ο γιος της, της φώναζε συνεχώς και της έλεγε να μπει μέσα. Πολλές φορές ήθελα να πάρω την αστυνομία. Εκείνη δεν έβγαζε άχνα, έμπαινε μέσα αμίλητη. Στον δρόμο κάτω, δεν την είδα ποτέ, σαν να μην έβγαινε έξω. Είδα την εκπομπή και σοκαρίστηκα γιατί πάντα όταν της φώναζε, σφιγγόταν η ψυχή μου».
Η μάρτυρας, δήλωσε πως της έκαναν εντύπωση όσα άκουσε στην εκπομπή, γιατί έχει προσωπική εμπειρία με συγγενή της που πέθανε από τσιγάρο.
«Ο αδελφός της θείας μου είχε πεθάνει στον Καναδά και ξέρω ότι το τσιγάρο κάνει μια βουβή φωτιά και από αυτό που εισπνέεις, σκας, πεθαίνεις. Να απανθρακωθεί έτσι η γυναίκα;».
Η εργαζόμενη της απέναντι πολυκατοικίας, δήλωσε πως η άτυχη ηλικιωμένη μπορούσε να περπατήσει αλλά ήταν παραμελημένη.
«Ποτέ δεν την είχα δει με ρούχα. Πάντα με ρόμπα ή με νυχτικιά, δεν ήταν περιποιημένη. Μπορούσε να περπατήσει αλλά πήγαινε λίγο σκυφτά».