Την ώρα που συγγενείς και φίλοι συνόδευαν στην Κορυτσά, στην τελευταία της κατοικία, την 36χρονη που δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τον σύζυγό της στην είσοδο του σπιτιού της στον Βόλο, ο 40χρονος δράστης, έφτανε στο γραφείο του ανακριτή για να απολογηθεί.
Μόλις μισή ώρα κράτησαν οι εξηγήσεις που έδωσε ο 40χρονος δολοφόνος, με τους ισχυρισμούς του να μην πείθουν. Εισαγγελέας και ανακριτής αποφάσισαν την προφυλάκισή του.
«Είμαι βαθιά μετανιωμένος. Ζητώ συγγνώμη από τα τέσσερα παιδιά μου, την οικογένεια της συζύγου μου και την κοινωνία του Βόλου. Θα ήθελα να γύριζε πίσω ο χρόνος και να ήμουν εγώ στη θέση της. Ποτέ δεν την εξανάγκασα σε συνεύρεση, ποτέ δεν της άσκησα σωματική βία. Όσα ακούγονται δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Είμαι κυριολεκτικά συντετριμμένος, ψυχικά καταρρακωμένος, απελπισμένος. Σκέφτηκα να βάλω τέλος στη ζωή μου μέσα στο κρατητήριο», ισχυρίστηκε.
Ενώ σε άλλο σημείο της κατάθεσής του ανέφερε:
«Δεν ήθελα να την σκοτώσω. Ήθελα μόνο να την ταρακουνήσω γιατί με υποτίμησε ως άντρα. Ήθελα να κρατήσω τη γυναίκα μου και να μην διαλυθεί η οικογένειά μας. Έγινα όμως ο δολοφόνος της γυναίκας που αγάπησα. Ζητώ βαθύτατα συγγνώμη. Η ζωή μας κλονίστηκε μετά το Πάσχα του 2025 όταν διαπίστωσα ότι η σύζυγός μου διατηρούσε παράλληλη ερωτική σχέση με άλλον άνδρα, με τον οποίο αντάλλαζε καθημερινά ερωτικά μηνύματα, είχε σχεδόν καθημερινή επικοινωνία, πιθανολογώ ότι τον συναντούσε και συνευρίσκονταν ερωτικά, όπως άλλωστε μου ομολόγησε.
»Εκείνο το πρωί με έφερε εκτός εαυτού, μου ανακοίνωσε με ένα χλευαστικό, προσβλητικό και ειρωνικό ύφος το γεγονός ότι έχασε ένα παιδί που δεν ήταν δικό μου. Θέλω να εξεταστώ ψυχιατρικά γιατί είχα νοσηλευτεί και μάλιστα λαμβάνω φαρμακευτική αγωγή μέχρι και σήμερα καθώς διαγνώστηκα με διαταραχή και αγχώδη σύγχυση».
Ο δικηγόρος του 40χρονου στο Live News
Ο Βασίλης Νουλέζας, δικηγόρος του 40χρονου, μίλησε στο Live News για το αντικείμενο με το οποίο ο 40χρονος την σκότωσε.
«Σε ό,τι αφορά εκείνο το αντικείμενο από το μπάρμπεκιου που χρησιμοποιούσαν στην ψησταριά, που είχε μια απόληξη σαν μαχαίρι με μια ξύλινη λαβή και το πήρε πάνω στο θυμό την οργή του για να την τρομάξει αρχικά χωρίς να έχει πρόθεση να τη σκοτώσει, όταν διέπραξε το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα, ουσιαστικά κατακρεουργώντας την, μπροστά στα βλέμματα των παιδιών, ένα από τα οποία έσπευσε να μπει στη μέση το προφύλαξε. Στη συνέχεια απομακρυνόμενος σε μια διάμετρο περίπου διακοσίων μέτρων, μπαίνοντας σε κάποιο οικόπεδο, το πέταξε κάπου, χωρίς να μπορεί να θυμηθεί που».
Ενώ στα όσα έχει πει η αδελφή της 36χρονης, η οποία ανέφερε πως η αδελφή της ζούσε μία ζωή κόλαση δίπλα στον 40χρονο, είπε:
« Ο 40χρονος ήταν αφοσιωμένος σύζυγος, δεν ήταν βίαιος. Δεν τρελάθηκε ξαφνικά. Με βάση στοιχεία και αποδείξεις που ανακτήθηκαν από το κινητό της, που διέγραψε η αδελφή της, που βγαίνει και μιλάει… Ένας άντρας που νιώθει ότι η γυναίκα τον απατά και τον κερατώνει, φυσικά θα ελέγξει και θα έχει υπόνοιες και θα καυγαδίσει με τη γυναίκα του. Εκείνη του ζήταγε να γυρίσει πίσω, να της μεταβιβάσει στο σπίτι, τη μίσθωση αποκλειστικά σε εκείνη, να την τακτοποιήσει οικονομικά. Είχε και τον έναν και τον άλλον. Λοιπόν, αισθανόμενος ότι τον κερατώνει, τον απατά, έφτασε στο τραγικό αποτέλεσμα. Έχασε την ψυχραιμία του. Βρήκαμε επικοινωνία της θανούσης με την αδελφή που μίλαγε και της έλεγε για το νέο ερωτικό σύντροφο με ανταλλαγή μηνυμάτων ερωτικού περιεχομένου».
Δεν πήγαν τα παιδιά στην κηδεία
Το κλίμα στην Κορυτσά ήταν βαρύ. Η κηδεία της 36χρονης έγινε χωρίς την παρουσία των τεσσάρων παιδιών της, παρ’ ότι θα ήθελαν να είναι εκεί.
«Ήθελα να πάω Αλβανία για την μαμά αλλά δεν μπορώ να πάω γιατί δεν μου κάνουν τα χαρτιά, επειδή αν πάω εκεί πρέπει να κάτσω 3 μήνες και δεν θέλω να πάω γιατί έχω τα μικρά, δεν θέλω να τα αφήσω και δεν θα πάω. Πήγα εδώ πέρα, την είδα τη μητέρα μου, αυτό μόνο», είπε η κόρη της γυναίκας.
Τα όσα βίωσαν αυτά τα παιδιά, δεν τα χωρά ο νους. Η κόρη και ο 13χρονος γιος είδαν τον πατέρα να σκοτώνει τη μητέρα τους μπροστά στα μάτια τους. Η περιγραφή του κοριτσιού είναι συγκλονιστική.
– Εσύ ήσουν μπροστά;
– Ναι. Φώναζε η μητέρα μου «βοήθεια, βοήθεια» και αυτός το έκανε γρήγορα και έφυγε. Όλα τα είδα, και όταν την μαχαίρωσε και όταν φώναζε και όταν την τράβηξε από το μαλλί την έριξε κάτω και όλα. Ήμουν εγώ και ο αδερφός μου, είναι 13 χρονών. Δεν θέλω να τον δω πια μπροστά μου.
Ο 13χρονος γιος προσπάθησε να σώσει τη μητέρα του
Ο 13χρονος γιος, προσπάθησε να προστατεύσει τη μητέρα του. Μπήκε ανάμεσα σε εκείνη και τον πατέρα του. Ο 40χρονος όμως, σε κατάσταση αμόκ, τον πέταξε πάνω στην τζαμαρία της εισόδου της πολυκατοικίας.
Κι ύστερα, άρχισε να καρφώνει με μανία, με το εργαλείο για το ψήσιμο, σε όλο της το σώμα, την 36χρονη γυναίκα του.
«Επειδή ήθελε να προστατεύσει την μαμά του, πήγε κάτω στις σκάλες, τον τραβούσε και αυτός τον έπιασε από το χέρι και τον πέταξε στο τζάμι. Πάντα θα είμαι δίπλα τους, θα δώσω τη ζωή μου και θα κάνω τα πάντα γι’ αυτούς, η καλύτερη ζωή. Προσπαθώ μόνο για τα παιδιά, όχι για τον εαυτό μου, τώρα αφού έφυγε η αδερφή μου… Τι να πω;», είπε η αδελφή της 36χρονης.
Η απόπειρα αυτοκτονίας του 40χρονου
Μόλις δύο μήνες πριν, αυτά τα παιδιά, είχαν γίνει μάρτυρες μίας ακόμη πράξης του πατέρα τους. Τον είχαν δει να επιχειρεί να βάλει τέλος στη ζωή του στο μπαλκόνι του σπιτιού τους.
«Κρεμάστηκε στο μπαλκόνι, μπροστά στα παιδιά το έκανε. Έκανε ένα μπαμ εκεί, ακούστηκε ένας θόρυβος, σηκώθηκε το παιδί, ο μικρός, το αγοράκι, πήγε στο μπαλκόνι και βλέπει αυτόν με ένα λουρί στον λαιμό και φωνάζει: ‘’μαμά, μαμά, ο μπαμπάς’’. Το έκανε για να τον λυπηθεί η αδελφή μου», πρόσθεσε η αδελφή της 36χρονης.
Για την απόπειρα αυτοκτονίας μίλησε και η μεγαλύτερη κόρη του 40χρονου.
«Ο πατέρας μου εργαζόταν σε οικοδομή, ενώ τους τελευταίους δύο μήνες είναι άνεργος. Ο μπαμπάς μου πριν από δύο μήνες περίπου είχε πάει στο μπαλκόνι, του σπιτιού μας, πήρε ένα σχοινί και αποπειράθηκε να κρεμαστεί. Εμείς τότε καλέσαμε την αστυνομία και οδηγήθηκε στην ψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου του Βόλου, όπου του δόθηκε φαρμακευτική αγωγή. Απ’ όσο γνωρίζω ο μπαμπάς μου, είπε στους γιατρούς ότι είναι καλά και επέστρεψε στο σπίτι μας. Παλαιότερα ήτανε ήρεμος αλλά τους τελευταίους έξι μήνες ήτανε νευρικός και φώναζε συνέχεια στη μητέρα μου.
»Πιθανολογώ ότι αυτό γινόταν γιατί την ζήλευε, συνεχώς την μάλωνε και ξεκινούσε τον καβγά πάντα εκείνος. Δεν ήθελε να βγαίνει μόνη της από το σπίτι, ήθελε πάντα να τη συνοδεύει εκείνος όπου πάει. Άκουγα συνεχώς καυγάδες αλλά δεν ήθελα να δώσω σημασία. Κάποιες φορές την απειλούσε ότι θα την σκοτώσει, ωστόσο δεν πίστευα ότι ήταν ικανός να το κάνει».
Παρ’ όλ’ αυτά, ο άνθρωπος αυτός, κρίθηκε, μετά την νοσηλεία του στο ψυχιατρείο, ότι μπορεί να επιστρέψει σπίτι του. Να είναι στο ίδιον ίδιο χώρο ξανά με τα παιδιά και τη γυναίκα του. Το κακό, δεν άργησε να γίνει.