Ο μάρτυρας περιέγραψε λεπτό προς λεπτό τη φονική επίθεση, λέγοντας πως όλα συνέβησαν ξαφνικά:
«Περιμέναμε το περιπολικό. Η Κυριακή ξαφνικά πάγωσε και φώναξε “χάνομαι”. Τη μαχαίρωσε μία, δύο φορές… Ήταν σαν να βλέπω σκηνή από ταινία. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι αυτό συνέβαινε σε έναν δικό μου άνθρωπο».
Ο ίδιος τόνισε ότι παρά την ένταση και διάρκεια της επίθεσης, ο φρουρός του ΑΤ δεν αντέδρασε εγκαίρως και χρειάστηκε να φωνάξει για βοήθεια, ενώ ο δράστης συνέχιζε να μαχαιρώνει την άτυχη γυναίκα.
«Φώναζα “ασθενοφόρο”, “βοήθεια”. Ο δράστης την κάρφωνε συνεχώς. Μόνο όταν φώναξα δυνατά, ο σκοπός βγήκε και κλώτσησε το μαχαίρι», είπε χαρακτηριστικά.
Κατά την κατάθεσή του, κατήγγειλε επίσης τη στάση των αστυνομικών, λέγοντας πως η Κυριακή δεν είχε αρνηθεί να καταγγείλει τον δράστη, αλλά ένιωσε εγκαταλελειμμένη από το σύστημα. Όπως εξήγησε, της ζήτησαν παράβολο και δεν την ενθάρρυναν να καταθέσει μήνυση, αντιμετωπίζοντας την υπόθεση με αδιαφορία.
Στο δικαστήριο κατέθεσαν επίσης ο φρουρός της βάρδιας, μια νεαρή αστυνομικός και η επόπτρια του Τμήματος. Η αστυνομικός ανέφερε ότι η Κυριακή ζήτησε απλώς συνοδεία από περιπολικό και ότι δεν έδειξε διάθεση να καταθέσει μήνυση. Δήλωσε ακόμη ότι προσπάθησε να της αποσπάσει περισσότερες πληροφορίες, χωρίς όμως ανταπόκριση.
Η επόπτρια ισχυρίστηκε πως δεν είχε ενημερωθεί για την παρουσία της Κυριακής στο Τμήμα και για το τι ακριβώς ζητούσε, τονίζοντας ότι την ώρα του φόνου βρισκόταν στο γραφείο της και δεν έλαβε καμία σχετική ειδοποίηση.
Ο φρουρός από την πλευρά του ανέφερε ότι είδε το περιστατικό από απόσταση και αντέδρασε μόνο όταν ο δράστης είχε ήδη μαχαιρώσει την Κυριακή.
Σε βάρος των αστυνομικών έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης δια παραλείψεως, ενώ η υπόθεση εξετάζεται από την ανακρίτρια. Οι καταθέσεις των μαρτύρων και η στάση των Αρχών εκείνο το μοιραίο βράδυ εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για τους χειρισμούς της ΕΛ.ΑΣ. στην υπόθεση της Κυριακής Γρίβα.