Με την κατάθεση των αστυνομικών της ομάδας «ΔΙΑΣ» που πρώτοι έφτασαν έξω από το αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων συνεχίστηκε η δίκη της στυγερής δολοφονίας της Κυριακής Γρίβα.
Με κάθε λεπτομέρεια περιέγραψε στην κατάθεσή του τα όσα αντίκρισε ο αστυνομικός της «ΔΙΑΣ» που έφθασε από τους πρώτους στο σημείο της δολοφονίας της Κυριακής Γρίβα, όταν άκουσε το σήμα.
«Κάναμε ενάμιση λεπτό να φτάσουμε. Πρώτα είδα την κοπέλα, που είχε φύγει από τη ζωή. Ο δράστης ήταν σοβαρά τραυματισμένος στο λαιμό, με μαχαίρι. Δεν είχε τις αισθήσεις του. Πρώτα του έδωσα τις πρωτιές βοήθειες. Φώναξα την φαρμακοποιό, πιέσαμε το τραύμα και ανταποκρίθηκε. Είχε χάσει αρκετό αίμα και έδειξε σημάδια ότι επανακτά τις αισθήσεις του».
Ο αστυνομικός τόνισε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις τα όργανα της τάξης, που είναι εκπαιδευμένα, πρέπει να να επιδεικνύουν επαγγελματισμό και στηλίτευσε τη στάση του φρουρού, που απλά παρακολουθούσε τη δολοφονική επίθεση και δεν έσπευσε να βοηθήσει την 28χρονη.
«Έπρεπε να μπει στην μάχη κι όχι να έχει αυτή την απάθεια. Εφόσον είναι δεδομένο ότι η Κυριακή του είπε ότι φοβάμαι διότι με παρακολουθεί ο πρώην σύντροφος μου, όφειλε να την προστατέψει, να ενημερώσει την αξιωματικό υπηρεσίας».
Η φράση του μάρτυρα μάλιστα ότι «μετά την Κυριακή άλλαξε όλο το πλάνο» απαντώντας σε ερώτηση για την Άμεση Δράση και τους εκφωνητές προκάλεσε την έντονη, συναισθηματικά φορτισμένη αντίδραση της μητέρας της Κυριακής που παρακολουθούσε τη διαδικασία. Η γυναίκα ξέσπασε σε κλάματα, λέγοντας «ακούσατε τι είπε πως μετά την Κυριακή άλλαξαν τα πράγματα».
Άλλος αστυνομικός, που συνόδευσε τον κατηγορούμενο στο νοσοκομείο, αναφέρθηκε στα πρώτα του λόγια.
«Μετά από τρεις ώρες, τα πρώτα λόγια του κατηγορούμενου ήταν ”πού είναι η Κυριακή” και ”τι έχω κάνει”».
Κατάθεση ψυχιάτρου
Στο δικαστήριο, κατέθεσε και ο ψυχίατρος που παρακολουθούσε τον κατηγορούμενο στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού και ανέφερε ότι πάσχει από αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας.
«Συσσωρευτικά υπάρχουν ενδείξεις για μειωμένο καταλογισμό. Εμφανίζει στοιχεία διαταραχής προσωπικότητας, εξάρτηση, ενισχυμένη καχυποψία, κακή διάθεση και αυτοκτονικότητα».
Ο μάρτυρας δέχθηκε «βροχή» ερωτήσεων από την Έδρα, την υποστήριξη της κατηγορίας και την υπεράσπιση και είπε ότι η εκτίμηση του είναι πως ο κατηγορούμενος, προχώρησε στο έγκλημα γιατί δεν ήθελε η Κυριακή να είναι με κανέναν άλλον.