Με σκυμμένο το κεφάλι και χωρίς να πει λέξη, ο μητροκτόνος της Λάρισας οδηγήθηκε στις Αρχές προκειμένου να απολογηθεί.
Ο 21χρονος και ο 22χρονος ξάδερφός του κλήθηκαν να απολογηθούν για τη δολοφονία της μητέρας του δράστη, η οποία έπεσε νεκρή από απανωτές μαχαιριές, ενώ στη συνέχεια ο δολοφόνος ζήτησε τη βοήθεια του ξαδέρφου του για να ξεφορτωθεί το πτώμα της.
Κατά την άφιξή του στα δικαστήρια, ο καθ’ ομολογίαν δράστης έδειχνε απαθής. Φορούσε μαύρο μπλουζάκι με την επιγραφή «off the system» και βερμούδα. Δεν απάντησε στα ερωτήματα των δημοσιογράφων.
Με άλλο αυτοκίνητο μεταφέρθηκε ο ξάδελφός του, που αρνείται κάθε ευθύνη και υποστηρίζει πως απειλήθηκε για να μεταφέρει τη σορό της άτυχης γυναίκας.
Προφυλακιστέος
Ο 21χρονος μητροκτόνος, ο οποίος μετά την απολογία του κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος, κατηγορείται για ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παράνομη οπλοκατοχή και οπλοχρησία καθώς και κατοχή και χρήση ναρκωτικών.
Τα αίτια της αποτρόπαιης πράξης του παραμένουν άγνωστα, την ώρα που κοντινοί του άνθρωποι μιλούν για δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις που είχε βιώσει και άλλες μαρτυρίες τον φέρουν να είχε συνεχώς εντάσεις με τη μητέρα του, την οποία και επιβάρυνε οικονομικά.
«Είχαν εντάσεις αλλά όχι σε τέτοιο σημείο. Συνήθως για τα χρήματα», είχε πει ο παππούς του δράστη και πατέρας της 52χρονης στο MEGA.
Ελεύθερος υπό όρους αφέθηκε ο ξάδελφός του.
«Θέλω να επισημάνω ότι πράγματι όλη η διαδικασία και η ενεργοποίηση των Αρχών γίνεται από την αψιμαχία που έχουν τα δύο πρόσωπο εντός του διαμερίσματος. Από τις φωνές και το σοκ που υπέστη ο εντολέας μου, θεωρούμε ότι έγιναν αντιληπτοί από τους περίοικους, με αποτέλεσμα να κληθεί η Αστυνομία», λέει στο Live News ο δικηγόρος του 22χρονου Αθανάσιος Σαργκάνης.
«Θέλω να ευχαριστώ τη Δικαιοσύνη που κατάλαβε την εμπλοκή του αδερφού μου. Ο αδερφός μου είναι σοκαρισμένος. Πενθούμε», είπε από την πλευρά του ο Λάμπρος Καμαγιάννης, αδερφός του 22χρονου.
«Ποτέ δεν τον άφησα» – Τι λέει ο πατέρας του 21χρονου
Μιλώντας στο Live News, και ο πατέρας του 21χρονου δράστη δίνει τη δική του εκδοχή.
«Ποτέ δεν τον άφησα. Και ρούχα του ψώνιζα και τα πάντα όλα. Και να, και χθες πήγα και του ψώνισα ρούχα και του πήγα στα κρατητήρια. Είναι στα χαμένα αυτήν την στιγμή. Είναι πολύ στα χαμένα. Εντάξει, είχε πιει και λίγο, εντάξει δεν ξέρω τι έγινε. Λίγο τον είδα γιατί δεν με άφησαν πολύ. Δεν μου είπε τίποτα γιατί ήταν πολλοί οι αστυνομικοί. Πρέπει να του έλεγε η μάνα γιατί δεν δουλεύεις και ότι δεν μπορώ να σε συντηρήσω και πήγαινε βρες καμιά δουλειά».
Όπως λέει ο ίδιος:
«Εγώ το είχα το παιδί από 3,5 χρόνων. Είχε φύγει η μάνα του και εμείς τον μεγαλώσαμε εδώ. Μπορεί να είχε μέσα του κρυμμένα πράγματα αλλά δεν μου τα έλεγε. Δέκα χρόνια τον πήγαινα ωδείο στη Λάρισα. Μετά πήγε στη Θεσσαλονίκη στη μάνα του, έκατσε έναν χρόνο. Δούλεψε 2,5 μήνες σε ένα μαγαζί, μετά σταμάτησε κι από εκεί. Και μετά πήγε φαντάρος. Τίποτα περίεργο μια χαρά, δεν μου είπε τίποτα. Θα πάω σπίτι και ήταν μεσημέρι, εντάξει του λέω».
«Είπαμε να τον πάμε και σε ψυχολόγο με τον δικηγόρο, σε ψυχίατρο κάπου. Όλοι είμαστε δίπλα του. Εγώ πήγα και εχθές και πάω και σήμερα. Όλοι. Πάντα δίπλα ήμασταν, δεν τον αφήσαμε ποτέ», καταλήγει.