Η επικοινωνία του «Τούνελ» με την οικιακή βοηθό, τη γυναίκα που για πολλούς αποτελεί «κλειδί» του σκοτεινού γρίφου με τους θανάτους στην οικογένεια Σιδηροπούλου, συνεχίστηκε.
«Εγώ πήγαινα σπίτι για την κυρία Αικατερίνη που ήταν στο κρεβάτι. Μετά από επτά – δέκα ημέρες πήγα στο σπίτι και δεν μου άνοιξε κανείς, αλλά ούτε μου απαντούσαν στο τηλέφωνο. Την επόμενη ημέρα κάλεσε η κυρία Βέρα, η κόρη της στο γραφείο και είπε πως η μητέρα τους είχε πάει στο νοσοκομείο και ότι θα με καλούσαν να πάω πάλι μόλις βγει».
Αλλαγή στη μαρτυρία
Την αμέσως επόμενη ημέρα έπεσε σε μια βασική αντίφαση. Ανέφερε πως η μητέρα, η κυρία Κατερίνα, έκανε εμετούς στο σπίτι και για αυτό την πήγε η ίδια στο νοσοκομείο. Μάλιστα, την κατέγραψε σε βίντεο την ώρα της μεταφοράς της με το ασθενοφόρο.
«Το μοναδικό που είχε φάει ήταν ένα επιδόρπιο ζελέ. Αυτό ζητούσε εξάλλου συνέχεια. Όταν άφησα την κυρία Αικατερίνη στο νοσοκομείο, πήγα να δω τον κύριο Μιχάλη και εκεί είδα μια κοπέλα που κάπνιζε στο παράθυρο. Με ρώτησε ποια είμαι και της είπα ότι φυλάω τη μάνα του και ότι την έφερα στο νοσοκομείο. Εκείνη μου είπε να περιμένω λίγο και κάποιον πήρε τηλέφωνο. Μάλλον τη φίλη του κυρίου Μιχάλη και μετά μου είπε πως δεν είχα δικαίωμα να πηγαίνω στο δωμάτιό του. Τότε δεν είπα κάτι σε εκείνη, μόνο ρώτησα τον κύριο Μιχάλη αν είναι καλά και εκείνος μου ζήτησε να πω στην αδερφή του να κανονίσει να τις διώξει αυτές από εκεί», λέει χαρακτηριστικά.
Η Αγγελική Νικολούλη ρώτησε την οικιακή βοηθό, που φαίνεται να γνωρίζει πολλά για την οικογένεια Σιδηροπούλου, αν ήξερε να είχε ο Μιχάλης οικογένεια στον Καναδά, αλλά απάντησε ότι δεν γνώριζε τίποτα για εκείνον. Το μόνο που ήξερε από την αδερφή του ήταν πως δεν ήταν παντρεμένοι.
Αγγελική Νικολούλη: Τώρα όμως γιατί μένεις στο σπίτι τους αφού δεν είναι δικό σου;
Οικ. βοηθός: Δεν είναι δικό μου και θα φύγω από το σπίτι, απλά θα παραδώσω τα κλειδιά μόνο σε κάποιον συγγενή. Δεν θέλω να τα δώσε σε άγνωστο.
Μια μέρα πριν, σε άλλη επικοινωνία, έλεγε:
«Μπορώ εγώ να μένω εκεί. Υπάρχει πρόβλημα; Για το σπίτι εγώ μόνο έχω κλειδιά και δεν θα το δώσω σε κανέναν».
Η Αγγελική Νικολούλη τη ρώτησε γιατί έβγαζε πράγματα από το σπίτι και με τη βοήθεια κάποιων γνωστών της τα φόρτωνε και τα έπαιρνε. Εκείνη απάντησε πως κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια.
Αγγελική Νικολούλη: Μετά, όταν πέθαναν, εσύ γιατί πήγες σαν συγγενής να πάρεις τις σορούς και να τις θάψεις;
Οικ. βοηθός: Το έκανα γιατί τους ‘πονούσα’. Πήγα για την κυρία Κατερίνα και την κυρία Βέρα. Επί ευκαιρίας ρώτησα και για τον κύριο Μιχάλη. Τόσες μέρες κάθονταν στο ψυγείο και είναι ακόμα. Το μόνο που σκεφτόμουν είναι ότι δεν υπάρχουν συγγενείς και έπρεπε να τους θάψουμε τους ανθρώπους. Ήθελα να είναι όλοι μαζί.
Αγγελική Νικολούλη: Ναι αλλά δεν έχει γίνει νεκροτομή και όπως καταλαβαίνεις πρέπει να γίνουν εξετάσεις. Δεν γίνεται να τους παραδώσουν έτσι τους ανθρώπους.
Οικ. βοηθός: Εγώ δεν είπα κάτι. Απλά ρώτησα. Πώς θα γίνει να θαφτούν οι άνθρωποι και μου είπαν ότι πρέπει να βρεθούν συγγενείς.
Αγγελική Νικολούλη: Είχες βρει και γραφείο κηδειών;
Οικ. βοηθός: Έχω ρωτήσει ναι. Μου είχαν πει και το πιο οικονομικό που ήταν 1.300 το άτομο και εγώ μέσα στο σπίτι έχω βρει μια αλυσίδα χρυσή που θα την αξιοποιήσω. Λεφτά δεν είχαν.
Αγγελική Νικολούλη: Και πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωπο; Δεν είχαν λεφτά; Κάρτες;
Οικ. βοηθός: Η κυρία Βέρα πήγαινε κάθε μέρα στην τράπεζα. Την κάρτα του κυρίου Μιχάλη την έχουν οι φίλες του. Κάρτες στο σπίτι δεν έχω δει.